- παραμετρικός
- -ή, -ό [παράμετρος]μαθημ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία ή περισσότερες παραμέτρους2. φρ. μαθημ. α) «παραμετρική παράσταση καμπύλης» — παράσταση που αναφέρεται σε επίπεδο ζεύγος εξισώσεων και εκφράζει τις συντεταγμένες ενός σημείου τής καμπύλης σε συνάρτηση με μια παράμετροβ) «παραμετρικές ταλαντώσεις»φυσ. ταλαντώσεις που εμφανίζονται εξαιτίας περιοδικών μεταβολών μερικών μεγεθών, τών παραμέτρων, τα οποία χαρακτηρίζουν ένα σύστημα, όπως είναι η μάζα, η ελαστικότητα, η χωρητικότητα κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.